- αμφίφαλος
- ἀμφίφαλος, -ον (Α)(για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + φάλος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφίφαλος — with double masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίφαλον — ἀμφίφαλος with double masc/fem acc sg ἀμφίφαλος with double neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιφάλοις — ἀμφίφαλος with double masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CONUS — apud Solin. c. 36. ubi de phoenice: Apud eosdem nascitur phoenix avis, aquilae magnitudine, capite honoratô in conum plumis exstantibus etc. idem quod apex. Proprie autem apex est galeae, seu im medio galeae pars eminens e ferro vel aere, quae ad … Hofmann J. Lexicon universale
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek